αραίωση

αραίωση
η
το να αραιώνει κανείς ή να αραιώνεται κάτι: Η αραίωση των υγρών συνήθως γίνεται με την προσθήκη νερού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αραίωση — η (AM ἀραίωσις) νεοελλ. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) αύξηση της απόστασης μεταξύ τους 2. (για υγρά και αέρια) ελάττωση της πυκνότητας 3. πιο μικρή συχνότητα, σπανιότητα 4. η αύξηση της αναλογίας ενός διαλύτη σε κάποιο διάλυμα με αποτέλεσμα την… …   Dictionary of Greek

  • ἀραιώσῃ — ἀραιώσηι , ἀραίωσις becoming fem dat sg (epic) ἀραιόω make porous aor subj mid 2nd sg ἀραιόω make porous aor subj act 3rd sg ἀραιόω make porous fut ind mid 2nd sg ἀ̱ραιώσῃ , ἀραιόω make porous futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱ραιώσῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναριεύω — [ανάριος] 1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω 2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω 3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω 4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον 5. μετατοπίζομαι για να… …   Dictionary of Greek

  • άνοιγμα — το (Α ἄνοιγμα) η πράξη του να ανοίγει κανείς κάτι νεοελλ. 1. μέρος από όπου υπάρχει πέρασμα, η δίοδος, η είσοδος 2. (για ρούχα) το μέρος του υφάσματος που δεν είναι ραμμένο, που παραμένει ελεύθερο 3. το μέρος του δάσους που δεν έχει δέντρα,… …   Dictionary of Greek

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • αέρωσις — ἀέρωσις ( έως), η (AM) [ἀερῶ] 1. ύψωση στον αέρα, ανύψωση 2. αραιοποίηση, αραίωση …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • αιμοαραίωση — η η σχετική ελάττωση τών ερυθρών αιμοσφαιρίων στο αίμα* λόγω αυξήσεως τής ποσότητας τού πλάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hemodilution, νόθο σύνθ. < hemo (< αίμα) + dilution «διάλυση, αραίωση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”